- περιαντλεῖσθαι
- περιαντλέωpour all overpres inf mp (attic epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
περιαντλώ — έω, ΜΑ 1. χύνω ολόγυρα, περιχύνω 2. μτφ. καταπλημμυρίζω, καταποντίζω κάποιον («περιαντλεῑσθαι ὑπὸ τοῡ πλήθους τῆς τῶν ἰατρῶν διαφωνίας», Γαλ.) 3. παθ. περιαντλοῡμαι, έομαι καταπνίγομαι … Dictionary of Greek